- ερνοκόμος
- ἐρνοκόμος, ὁ (Α)αυτός που φροντίζει, που περιποιείται τα νεαρά φυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. έρνος «νεαρό φυτό» + «κόμος (< κομώ «φροντίζω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ιππο-κόμος τραπεζο-κόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρνοκόμων — ἐρνοκόμος tending young plants masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek